πανάκτειος

πανάκτειος
πανάκτειος, -ον (Α)
1. (πιθ. ερμ.) αυτός που φύεται σε όλη την ακτή («πανάκτειος κονίλη», Νίκ.)
2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που θεραπεύει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναφορικά προς την πρώτη πιθανή ερμηνεία της λ. < παν-* + ἀκτή, ενώ αναφορικά προς τη δεύτερη < πανάκεια*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πανάκτειος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάκτειον — πανάκτειος masc/fem acc sg πανάκτειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανακτείῳ — πανάκτειος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνακτος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀρίγανος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παν * + ἀκτή (βλ. λ. πανάκτειος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”